απυρόβλητος

απυρόβλητος
-η, -ο
(για τόπο) αυτός που δεν βάλλεται από τα βλήματα των εχθρικών πυροβόλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απυρόβλητος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορούν να χτυπήσουν τα εχθρικά πυροβόλα: Η θέση ήταν απυρόβλητη και μπορούσε να κρατηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”